- συναποκομίζω
- μετ. уносить с собой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναποκομίζω — ΝΑ [ἀποκομίζω] παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου … Dictionary of Greek
συναποκομίζει — συναποκομίζω carry away together pres ind mp 2nd sg συναποκομίζω carry away together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκομίσαι — συναποκομίζω carry away together aor inf act συναποκομίσαῑ , συναποκομίζω carry away together aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκομίζεσθαι — συναποκομίζω carry away together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικομίζω — ἐπικομίζω (AM) [κομίζω] μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον αρχ. 1. μέσ. ἐπικομίζομαι φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek